ουρηθροσκόπιο

ουρηθροσκόπιο
το
ιατρ. όργανο με το οποίο εξετάζεται το εσωτερικό τής ουρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urethroscope (< ουρήθρα + -σκόπιο < -σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουρηθροσκόπιο — το (ιατρ.), όργανο ανίχνευσης του εσωτερικού της ουρήθρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …   Dictionary of Greek

  • ουρηθροσκοπικός — ή, ό [ουρηθροσκοπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρηθροσκοπία ή στο ουρηθροσκόπιο («ουρηθροσκοπική εξέταση») …   Dictionary of Greek

  • ουρηθροσκόπηση — και ουρηθροσκοπία, η ιατρ. εξέταση τού εσωτερικού τής ουρήθρας με ειδικό όργανο, το ουρηθροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uretroscopie (< ουρήθρα + σκοπία < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Δ. Ζαγκαρόλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”