- ουρηθροσκόπιο
- τοιατρ. όργανο με το οποίο εξετάζεται το εσωτερικό τής ουρήθρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urethroscope (< ουρήθρα + -σκόπιο < -σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.